ακετάλες

ακετάλες
Οργανικές ενώσεις με γενικό τύπο RCH(OR’)2 ή RR’C (OR”)2, όπου R’ R” ρίζες. Είναι προϊόντα αφυδάτωσης των αλδεϋδών και μπορούν να θεωρηθούν αιθέρες δισθενών αλκοολών που περιέχουν τα δύο υδροξύλια στο ίδιο άτομο άνθρακα. Είναι σώματα υγρά, άχρωμα, με ευχάριστη οσμή, αδιάλυτα στο νερό και ευδιάλυτα στους οργανικούς διαλύτες. Παρασκευάζονται από τις αλδεΰδες, κατά την επίδραση αλκοολών παρουσία υδροχλωρίου ή από τις καρβονυλικές ενώσεις κατά την επίδραση εστέρων ορθοοξέων. Μερικές α. χρησιμοποιούνται στην παραγωγή χρωμάτων, στην αρωματοποιία και ως πλαστικοποιητές. Η συνηθισμένη α. ή διαιθυλακετάλη, CH3CH(OC2H5)2 είναι υγρό άχρωμο, με σημείο ζέσης 104°C. Αναμειγνύεται σε κάθε αναλογία με τον αιθέρα και την αλκοόλη. Δεν προσβάλλεται από τα αλκάλια και διασπάται από τα οξέα σε ακεταλδεΰδη και αιθυλική αλκοόλη. Χρησιμοποιείται ως υπνωτικό και ως διαλύτης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πολυβινυλικός — ή, ό, Ν χημ. 1. συνοπτικός χαρακτηρισμός τών πολυμερών παραγώγων τού βινυλίου 2. φρ. α) «πολυβινυλικές ακετάλες» συνοπτική ονομασία μιας οικογένειας μακρομοριακών ενώσεων που παράγονται κατά την επίδραση αλδεϋδών στην πολυβινυλική αλκοόλη και… …   Dictionary of Greek

  • χλωρακετάλη — η, Ν χημ. άκυκλη οργανική ένωση, μονοχλωριωμένο παράγωγο τής ακετάλης. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. γαλλ. chloracetal < chlor (< χλωρ[ο] *) + acetal (βλ. ακετάλες)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”